συμπαράγω

συμπαράγω
Α [παράγω]
1. συντελώ σε κάτι
2. οδηγώ κάτι κοντά και παράλληλα με κάτι άλλο («τὴν πεζὴν στρατιὰν συμπαράγειν παραπλεούσαις ταῑς ναυσίν», Διόδ.)
3. παθ. συμπαράγομαι
γραμμ. (για λέξη) έχω παράλληλη, ανάλογη παραγωγή με άλλη λέξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμπαράγωγος — η, ο, Ν 1. αυτός που παράγεται μαζί με κάποιον άλλο 2. φρ. «συμπαράγωγα προϊόντα» (οικον.) τα προϊόντα που, παρά το γεγονός ότι διαφέρουν μεταξύ τους, έχουν κοινή προέλευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρ.… …   Dictionary of Greek

  • συμπαραγωγή — η, Ν 1. η από κοινού παραγωγή 2. (ειδικά) θεατρική, κινηματογραφική ή τηλεοπτική παραγωγή ενός έργου από πολλούς παραγωγούς («αυτή η ταινία είναι μια συμπαραγωγή τών δύο καναλιών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπυρ …   Dictionary of Greek

  • συμπαραγωγεύς — έως, ὁ, Μ αυτός που παράγει κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαράγω + κατάλ. εύς (πρβλ. προαγωγ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • συμπαραγωγός — ο, Ν αυτός που μετέχει στην παραγωγή ενός προϊόντος και ειδικότερα ενός θεατρικού, κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο περιοδικό Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”