- συμπαράγω
- Α [παράγω]1. συντελώ σε κάτι2. οδηγώ κάτι κοντά και παράλληλα με κάτι άλλο («τὴν πεζὴν στρατιὰν συμπαράγειν παραπλεούσαις ταῑς ναυσίν», Διόδ.)3. παθ. συμπαράγομαιγραμμ. (για λέξη) έχω παράλληλη, ανάλογη παραγωγή με άλλη λέξη.
Dictionary of Greek. 2013.